σφαλίζω — 1 σφάλισα βλ. πίν. 33 2 σφάλιξα βλ. πίν. 23 Σημειώσεις: σφαλίζω : ο τύπος σφαλ(ν)ώ ( άς), που αναφέρεται από τον Τριανταφυλλίδη (1941, σελ. 351, 354), δε συνηθίζεται στην κοινή νεοελληνική. Επειδή πάντως υπάρχει ισοδύναμος τύπος σε ίζω (σφαλίζω) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σφαλίζω — fetter pres subj act 1st sg σφαλίζω fetter pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαλίζω — και σφαλνώ σφάλισα, σφαλίστηκα, σφαλισμένος, κλείνω: Σφάλισε τα μάτια του. – Σφάλισε την πόρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐσφαλισμένα — σφαλίζω fetter perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσφαλισμένᾱ , σφαλίζω fetter perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσφαλισμένᾱ , σφαλίζω fetter perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαλίσαι — σφαλίζω fetter aor inf act σφαλίσαῑ , σφαλίζω fetter aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαλιζέσθω — σφαλίζω fetter pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαλισθῆναι — σφαλίζω fetter aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαλίζεται — σφαλίζω fetter pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαλίζοντες — σφαλίζω fetter pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαλίζων — σφαλίζω fetter pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)